- εψητικός
- ἑψητικός, -ή, όν (Α) [ἑψητής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έψηση, στο βράσιμο ή στο ψήσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… … Dictionary of Greek